χοριαμβικά

χοριαμβικά
χοριαμβικός
choriambic
neut nom/voc/acc pl
χοριαμβικά̱ , χοριαμβικός
choriambic
fem nom/voc/acc dual
χοριαμβικά̱ , χοριαμβικός
choriambic
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κόριννα — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Ποιήτρια από την Τανάγρα Βοιωτίας. Ήταν σύγχρονη του Πινδάρου, τον οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, νίκησε σε ποιητικό αγώνα. Τα ποιήματά της εξέδωσε κάποιος διάδοχος των αλεξανδρινών γραμματικών σε πέντε βιβλία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”